Λέξη: αχόρταγος

Σχετικές λέξεις: αχόρταγος

ο αχόρταγοσ, αχόρταγος συνώνυμο, αχόρταγος συνώνυμα, αχόρταγος μετάφραση, τροχαιο-αχόρταγος

Συνώνυμα: αχόρταγος

άπληστος, λαίμαργος, πλεονέκτης, λιχούδης, αδηφάγος, ακόρεστος

Μεταφράσεις: αχόρταγος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
voracious, greedy, insatiable
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ávido, tragón, voraz, codicioso, codiciosos, codiciosa, avaro
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefräßig, gierig, habgierig, gierigen, gierige, gieriger
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avide, goulu, glouton, vorace, gourmand, cupide, gourmande, avides
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avido, vorace, goloso, avidi, avida, greedy
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ganancioso, guloso, ávido, gananciosos, greedy
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hebzuchtig, gulzig, inhalig, hebzuchtige, gulzige
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прожорливый, жадный, жадные, жадным, жадными, жаден
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grådig, grådige, grisk
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
glupsk, girig, giriga, girigt, glupska
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahnas, ahne, ahneita, ahneet, ahneiden, ahneen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
grådige, grådig, grådigt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nenasytný, dychtivý, žravý, hltavý, chamtivý, chamtiví, nenasytní
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żarłoczny, chciwy, zachłanny, łakomy, żądny, pazerny
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
telhetetlen, kapzsi, mohó, a kapzsi, falánk
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açgözlü, hırslı, aç gözlü, greedy, açgözlü bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чаклунство, жадібний, жодній, жадібна, жадний, скупий
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lakmitar, i babëzitur, babëzitur, të babëzitur, lakmitare
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лаком, алчни, алчен, алчна, ненаситен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прагны, сквапны, прагавіты, прагнае, жадный
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nõiutud, ahne, ahned, ahnete, ahneks, ablas
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proždrljiv, pohlepan, pohlepni, pohlepna, pohlepnog
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gráðugur, Greedy, græðgi, gráðug, gráđugur
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gobšus, godus, godūs
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mantkārīgs, alkatīgi, alkatīga, alkatīgs
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
алчен, алчни, алчните, лакоми, лакома
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lacom, lacomi, greedy, lacomă, lacome
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
požrešen, pohlepni, požrešni, pohlepen, pohlepna
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dychtivý, pažravý, chamtivý, chamtivo
Τυχαίες λέξεις