Синџирот στα ελληνικά

Μετάφραση: синџирот, Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλυσίδα, καδένα, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο
Синџирот στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • синот στα ελληνικά - αγόρι, γιός, υιός, γιος, γιο, ο γιος
  • синтакса στα ελληνικά - σύνταξη, συντακτικό, σύνταξης, τη σύνταξη, σύνταξη της
  • сирењето στα ελληνικά - τυρί, τυριού, τυριών, τυριά, το τυρί
  • ситото στα ελληνικά - εξετάζω, κοσκινίζω, κρησαρίζω, κόσκινο, κόσκινου, κοσκινού, κοσκίνου, ...
Τυχαίες λέξεις
Синџирот στα ελληνικά - Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλυσίδα, καδένα, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο