Λέξη: ακανόνιστος
Σχετικές λέξεις: ακανόνιστος
ακανόνιστος κύκλος περιόδου, ακανόνιστος γαλαξίας
Συνώνυμα: ακανόνιστος
άτακτος, ανώμαλος, παράτυπος, απροσάρμοστος
Μεταφράσεις: ακανόνιστος
ακανόνιστος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
desultory, irregular, maladjusted, snatchy, irregularity, erratic
ακανόνιστος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
irregular, irregulares, irregular de, irregular del
ακανόνιστος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unregelmäßig, irregulär, unregelmäßigen, unregelmäßige, unregelmäßiger
ακανόνιστος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
superficiel, irrégulier, irrégulière, irrégulières, irréguliers, irrégularité
ακανόνιστος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
irregolare, irregolari, irregolarità
ακανόνιστος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
irregular, irregulares, irregularidade
ακανόνιστος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onregelmatig, onregelmatige, illegale, een onregelmatige, irreguliere
ακανόνιστος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отрывочный, несистематический, несвязный, бессистемный, нерегулярный, нерегулярные, нерегулярно, нерегулярное, нерегулярным
ακανόνιστος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uregelmessig, uregelmessige, irregulær, ujevn, irregulære
ακανόνιστος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oregelbunden, oregelbundna, oregelbundet, irreguljär, ojämn
ακανόνιστος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hajanainen, epäsäännöllinen, epäsäännöllisiä, sääntöjenvastaisten, epäsäännöllin, epäsäännöllisen
ακανόνιστος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uregelmæssig, uregelmæssige, ulovlig, uregelmæssigt, irregulær
ακανόνιστος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zběžný, nepravidelný, nepravidelné, nepravidelná, nepravidelného, neregulérní
ακανόνιστος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezładny, przypadkowy, chaotyczny, pobieżny, bezplanowy, nieregularny, nieprawidłowy, nieregularne, nieregularna, nieprawidłowe
ακανόνιστος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kapkodó, rendszertelen, szabálytalan, illegális, a szabálytalan, rendhagyó
ακανόνιστος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düzensiz, düzensiz bir, düzgün olmayan, çarpık
ακανόνιστος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безсистемний, нерегулярний
ακανόνιστος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i parregullt, parregullt, të parregullt, parregullta, e parregullt
ακανόνιστος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нередовен, неправилен, неправилна, нередовни, нередовно
ακανόνιστος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нерэгулярны
ακανόνιστος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hüplik, juhuslik, seosetu, ebaregulaarne, eeskirjade vastaselt, ebakorrapärase, ebakorrapärane, ebaregulaarsed
ακανόνιστος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
isprekidan, nepovezan, nepravilan, nepravilna, nepravilni, nepravilne, neredovito
ακανόνιστος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óreglulegur, óregluleg, óreglulegar, óreglulega, óreglulegum
ακανόνιστος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nereguliarus, netaisyklingos, nereguliarios, neteisėtas, nereguliariai
ακανόνιστος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neregulārs, neregulāra, neregulāras, neregulāri, nelikumīgs
ακανόνιστος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неправилни, нерегуларни, нередовни, нередовна, неправилна
ακανόνιστος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neregulat, neregulate, neregulată, ilegale, neregulate ale
ακανόνιστος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nepravilna, nereden, nepravilen, neredno, neredni
ακανόνιστος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povrchní, nepravidelný, nepravidelná, nepravidelné, nepravideľný, nepravidelnú