Ткивото στα ελληνικά
Μετάφραση: ткивото, Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιστός, ιστού, ιστό, ιστών, ιστούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- течност στα ελληνικά - υγρό, υγρού, υγρή, υγρών, υγρά
- тигрот στα ελληνικά - τίγρης, Τίγρεις, Tigers, Τίγρεων, Τίγρεις για, τίγρες
- тлото στα ελληνικά - προσγειώνω, προσαράσσω, μαγαρίζω, προσγειώνομαι, γη, έδαφος, εδάφους, ...
- тополата στα ελληνικά - καβάκι, λεύκα, λεύκη, Poplar, λεύκας, Πόπλαρ
Τυχαίες λέξεις
Ткивото στα ελληνικά - Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιστός, ιστού, ιστό, ιστών, ιστούς
Μεταφράσεις: ιστός, ιστού, ιστό, ιστών, ιστούς