Líc στα ελληνικά

Μετάφραση: líc, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσοψη, πρόσωπο, προσώπου, πρόσωπό, όψη, το πρόσωπό
Líc στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lávka στα ελληνικά - γέφυρα, γέφυρας, γεφύρι, γεφυρών, της γέφυρας
  • léno στα ελληνικά - τιμάριο, φέουδο, φέουδου, φέουδό, φέουδα
  • líce στα ελληνικά - μάγουλο, θράσος, αναίδεια, θρασύτητα, μάγουλό, μάγουλου, παρειάς, ...
Τυχαίες λέξεις
Líc στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσοψη, πρόσωπο, προσώπου, πρόσωπό, όψη, το πρόσωπό