Následné στα ελληνικά

Μετάφραση: následné, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετά, μεταγενέστερα, ακολούθως, στη συνέχεια, συνέχεια, εν συνεχεία
Následné στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • násilí στα ελληνικά - βία, δύναμη, εξαναγκάζω, βίας, της βίας, τη βία, η βία
  • následky στα ελληνικά - επακόλουθο, συνέπεια, μετά, απόηχο, επαύριο
  • následné στα ελληνικά - μεταγενέστερα, κατόπιν, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
  • následník στα ελληνικά - κληρονόμος, διάδοχος, διάδοχο, διαδόχου, διάδοχός, διάδοχό
Τυχαίες λέξεις
Následné στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετά, μεταγενέστερα, ακολούθως, στη συνέχεια, συνέχεια, εν συνεχεία