Nekompetentní στα ελληνικά
Μετάφραση: nekompetentní, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίκανος, απόλυτος, ανεπιφύλακτη, χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς επιφύλαξη, ανεπιφύλακτα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- nekompatibilita στα ελληνικά - ασυμφωνία, ασυμβίβαστο, ασυμβατότητα, ασυμβατότητας, ασυμβιβάστου
- nekompatibilní στα ελληνικά - ασυμβίβαστος, ασυμβίβαστη, ασυμβίβαστες, ασυμβίβαστο, ασύμβατη
- nekompletní στα ελληνικά - ατελής, ελλιπή, ελλιπείς, ελλιπής, ατελή
- nekompromisní στα ελληνικά - άτεγκτος, άκαμπτος, αυστηρός, αδιάλλακτος, ανένδοτος, ασυμβίβαστη, χωρίς συμβιβασμούς, ...
Τυχαίες λέξεις
Nekompetentní στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίκανος, απόλυτος, ανεπιφύλακτη, χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς επιφύλαξη, ανεπιφύλακτα
Μεταφράσεις: ανίκανος, απόλυτος, ανεπιφύλακτη, χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς επιφύλαξη, ανεπιφύλακτα