Λέξη: στρατηγικός

Σχετικές λέξεις: στρατηγικός

στρατηγικός σχεδιασμός πανεπιστημίου, στρατηγικός και λειτουργικός σχεδιασμός, στρατηγικός σχεδιασμός ορισμός, στρατηγικός σχεδιασμός, στρατηγικός σχεδιασμός και εργαζόμενοι, στρατηγικός προγραμματισμός εκπαιδευτικής μονάδας, στρατηγικός προγραμματισμός ανθρώπινου δυναμικού, στρατηγικός σχεδιασμός στην εκπαίδευση, στρατηγικός προγραμματισμός, στρατηγικός επενδυτής

Συνώνυμα: στρατηγικός

τακτικός, δυνάμενος να κινηθεί στρατηγικώς

Μεταφράσεις: στρατηγικός

στρατηγικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
strategic, strategical, a strategic, strategist, the strategic

στρατηγικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estratégico, estratégica, estrategica

στρατηγικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
strategisch, strategischen, strategische, strategischer, strategisches

στρατηγικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
stratégique, stratagème

στρατηγικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
strategico, strategica, favorevole, davvero strategica

στρατηγικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cinta, estratégico, estratégica

στρατηγικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
strategisch, krijgskundig, strategische

στρατηγικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стратегический, стратегическое, стратегическим, стратегическая

στρατηγικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
strategisk, strategiske, strategical, du arelooking, arelooking for

στρατηγικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
strategiskt, strategisk, strategiska

στρατηγικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
strateginen, strategista, strategisesti, strategiset, strategisia

στρατηγικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
strategisk, strategiske

στρατηγικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
strategický, strategická, strategickým, Eva Strategický

στρατηγικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
strategiczny, strategiczne, strategiczna, strategical, strategicznych jak

στρατηγικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
stratégiai, hadászati

στρατηγικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
stratejik, stratejik bir, ve stratejik

στρατηγικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стратегічний, стратегічних, стратегічне, стратегічного

στρατηγικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
strategjik, strategjike, operativ

στρατηγικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стратегически, стратегическо, стратегическа, стратегическото, стратегическото си

στρατηγικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стратэгічны, стратэгічным

στρατηγικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
strateegiline, strateegilise, strateegilist, strateegilised, strateegilisel

στρατηγικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
strateško, strateški, strateške, strateski, strateški je

στρατηγικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
taktísk

στρατηγικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
operatyvinis, strateginis, strategiškai, Operacine

στρατηγικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stratēģisks, Stratēģiskā, Stratēģiskais, Koncerna strategijas, strategijas

στρατηγικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стратегиското, стратешки, стратегискиот, стратегиско, стратегиски

στρατηγικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
strategic, strategică, strategice, strategica, strategical

στρατηγικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Strateski, Strateški, Strateško

στρατηγικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
strategický, strategického, strategické, strategickým, strategickú
Τυχαίες λέξεις