Opariť στα ελληνικά

Μετάφραση: opariť, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της
Opariť στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • opakovaný στα ελληνικά - αλλεπάλληλος, επαναλαμβανόμενος, επαναλαμβάνεται, επαναλαμβανόμενη, επαναλαμβάνονται, επανειλημμένες, επαναλαμβανόμενες
  • opar στα ελληνικά - καταχνιά, αχλή, ομίχλη, θολότητα, θολώματος, θολότητας
  • opasok στα ελληνικά - ιμάντας, ζώνη, ιμάντα, ζώνης, ζωνών
  • opatrení στα ελληνικά - επανορθώνω, αποκαθιστώ, μέτρα, μέτρων, τα μέτρα, μέτρα που, μέτρα για
Τυχαίες λέξεις
Opariť στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της