Λέξη: όριο
Σχετικές λέξεις: όριο
όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, όριο απουσιών, όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, όριο απευθείας ανάθεσης έργου, όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, όριο συνάρτησης, όριο αλκοτεστ, όριο απουσιών στο λύκειο 2014, όριο φτώχειας, όριο διαρροής, αφορολόγητο όριο
Συνώνυμα: όριο
περίμετρος, περίγραμμα, πήδημα, αναπήδημα, τέρμα, προορισμός, περιορισμός, άκρο, περιθώριο, σύνορο, οροφή, ταβάνι, ανώτατο ύψος, έκταση, όρια, σκοπός, σημασία, τελικός σταθμός σιδηροδρόμου
Μεταφράσεις: όριο
όριο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
boundary, limit, ceiling, border, bound, threshold
όριο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
linde, límite, término, raya, frontera, límite de, plazo, el límite, límites
όριο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rand, grenzlinie, grenze, Grenze, Grenzwert, Limit, Grenz
όριο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
frontière, limite, frontalier, barrière, borne, limite de, limites, la limite, plafond
όριο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
termine, limite, frontiera, confine, limite di, limiti, il limite
όριο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raia, confins, limite, limite de, limites, prazo
όριο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grens, perk, limiet, beperking, beperken, begrenzing
όριο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стык, граница, черта, кордон, рубеж, межа, предел, ограничения по, лимит, предела
όριο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grense, limit, grensen
όριο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gräns, gränsen, begränsning
όριο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
syrjä, reuna, ääri, raja, rajan, rajaa, rajoittaa
όριο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
begrænsning, grænse, grænsen, frist, loft
όριο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozhraní, limit, pohraniční, mezní, mez, hranice, omezení
όριο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
granica, rubież, limit, ograniczenie, limitu, ograniczenia
όριο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
határ, korlátozás, határérték, limit, határértéket
όριο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sınır, limit, sınırı, limiti, sınırlama
όριο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
границя, межа, межень, кордон, межу, ліміт
όριο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kufi, limit, kufiri, kufizim, kufiri i
όριο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мажа, граница, лимит, ограничение, срок, граница на
όριο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мяжа, мяжу
όριο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piirjoon, piir, limiit, piirmäära, piiri, piirmäär
όριο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
međa, rub, granična, graničnik, granični, granicu, granica, ograničenje, limit, ograničenja, rok
όριο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mörk, takmörk, takmarka, mörkum, hámark
όριο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
finis
όριο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
siena, riba, ribinė, limitas, ribą, apribojimas
όριο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ierobežojums, robeža, limits, ierobežojumu, robežu
όριο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
граница, ограничување, лимит, ограничување на, ограничувањето
όριο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
limită, limita, limită de, limita de, limite
όριο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
meja, omejitev, mejna, limit, mejo
όριο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
limit, hodnota, limitu, hranica, hranicu
Στατιστικά δημοτικότητας: όριο
Τυχαίες λέξεις