Schovať στα ελληνικά

Μετάφραση: schovať, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρύβομαι, κρύβω, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν
Schovať στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • schody στα ελληνικά - σκάλες, σκάλα, σκαλοπάτια, σκάλας, σκαλιά
  • schopný στα ελληνικά - εκλέξιμος, άξιος, ικανός, εκλόγιμος, κατάλληλος, θέση, σε θέση, ...
  • schválení στα ελληνικά - έγκριση, οπισθογράφηση, επιδοκιμασία, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, έγκρισή
  • schéma στα ελληνικά - αριθμός, προγραμματίζω, χάρτης, πρόσωπο, διάγραμμα, πρόγραμμα, σχέδιο, ...
Τυχαίες λέξεις
Schovať στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρύβομαι, κρύβω, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν