Stará στα ελληνικά

Μετάφραση: stará, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρικος, γέρος, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
Stará στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • starožitník στα ελληνικά - αρχαιολόγος, αρχαιοδίφης, ιστοριοδίφης, αρχαιοδίφη
  • starožitný στα ελληνικά - αρχαιολόγος, antiquarian, αρχαιοδίφη, αντικέρ, αρχαιοδίφης
  • starý στα ελληνικά - παλαιός, ηλικίας, γέρος, γέρικος, ηλικιωμένος, παλιός, παλιά, ...
  • state στα ελληνικά - αγρόκτημα, κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κρατικών, κρατικές
Τυχαίες λέξεις
Stará στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρικος, γέρος, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά