Λέξη: δημοφιλής

Σχετικές λέξεις: δημοφιλής

δημοφιλής συνώνυμο, δημοφιλήσ κουλτούρα, δημοφιλής ελληνική ιστοσελίδα, δημοφιλής συνώνυμα, δημοφιλής προορισμοί, δημοφιλής κλίση, δημοφιλής ταινίες, δημοφιλής ξένες σειρές, δημοφιλής αντίθετο, δημοφιλής... κατά τύχη

Συνώνυμα: δημοφιλής

λαϊκός, λαοφιλής

Μεταφράσεις: δημοφιλής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
popular, a popular
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
popular, populares en, populares, popular de, muy popular
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
volkstümlich, populär, beliebt, beliebten, beliebte, populären
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
populaire, vulgaire, populaires, préférés, préférés à, préférées à
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
popolano, popolare, più richiesti, popolari
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
popular, populares, mais procuradas em, mais procuradas, mais procurados em
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
getapt, veelgeliefd, populair, Populaire, populairste, Popular, reisaanbiedingen Populaire
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
распространенный, заведомый, расхожий, небезызвестный, общедоступный, общераспространенный, известный, ведомый, ходкий, общепонятный, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
folkelig, populær, populært, populære, reisetilbud Populære, Popular
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
populär, populära, populära för, populärt, populäraste
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kansan-, kansanomainen, suosittu, kansantajuinen, pidetty, suosittuja, suosituimmista, suosituin, suositun
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
populær, Populære, populært, Popular, rejsetilbud Populære
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
národní, populární, lidový, oblíbený, oblíbené, oblíbená, oblíbeným
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ludowy, poczytny, popularny, popularne, popularna, popularnym
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közkedvelt, népszerű, legnépszerűbb, kedvelt, népszerűbb, a népszerű
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
popüler, Tatil Paketleri Popüler, Paketleri Popüler, popüler bir, Sevilen
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
простолюддя, прищавий, популярний, найпопулярніший
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
popullor, popullore, popullarizuara, të popullarizuara, të njohura
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
популярен, популярна, популярни, популярната, популярния
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
папулярны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
populaarne, populaarsem, populaarsed, populaarseks, populaarsetest
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
omiljen, popularnog, pristupačan, interes, popularan, popularna, popularni, popularne, popularno
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vinsæll, eftirsóttur, vinsæl, vinsælt, vinsælar, vinsælli
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
populiarus, populiari, populiarūs, Popular, populiarios
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
populārs, tautas, populāra, populāri, populāras
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
популарна, популарни, популарен, популарната, најпопуларните
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
popular, populare, populară, populara, mai populare
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
populární, slaven, priljubljeni, priljubljeno, priljubljenih, priljubljena, priljubljen
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
populárne, populárny, populárnej, populárna, populárnou
Τυχαίες λέξεις