Vzrušujúci στα ελληνικά
Μετάφραση: vzrušujúci, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντυπωσιακός, θεαματικός, συγκινητικός, συναρπαστικός, συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικές, συναρπαστικά
Μεταφράσεις
- vzrušení στα ελληνικά - συγκίνηση, διέγερση
- vzrušený στα ελληνικά - έξαλλος, ξέφρενος, ενθουσιασμένοι, συγκινημένος, ενθουσιασμένος, ενθουσιασμένη, ενθουσιασμένος για
- vzácny στα ελληνικά - σπάνιος, σπάνια, σπάνιες, σπάνιο, σπάνιων
- vzťah στα ελληνικά - σχέση, σχέσης, σχέσεις, σχέσεων, τη σχέση
Τυχαίες λέξεις
Vzrušujúci στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντυπωσιακός, θεαματικός, συγκινητικός, συναρπαστικός, συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικές, συναρπαστικά
Μεταφράσεις: εντυπωσιακός, θεαματικός, συγκινητικός, συναρπαστικός, συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικές, συναρπαστικά