Λέξη: αιχμαλωσία

Σχετικές λέξεις: αιχμαλωσία

αιχμαλωσία δελφινιών, λειβαδιτησ αιχμαλωσία, ονειροκρίτης αιχμαλωσία, βαβυλώνια αιχμαλωσία, αιχμαλωσία της αβινιόν, αιχμαλωσία ζώων

Μεταφράσεις: αιχμαλωσία

αιχμαλωσία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
capture, captivity, captive, of captive

αιχμαλωσία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
captar, coger, captura, asir, capturar, toma, cautivar, cautiverio, cautividad, la cautividad, el cautiverio, cautivos

αιχμαλωσία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
festnahme, erobern, erwischen, pfändung, beschlagnahme, fang, abnahme, gefangennahme, schlagen, einnahme, fangen, fassen, Gefangenschaft, der Gefangenschaft, die Gefangenschaft, gefangen, Gefängnis

αιχμαλωσία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
capturer, capturons, intercepter, cueillir, captiver, prendre, acquisition, empoigner, saisir, capter, saisie, obtenir, trophée, butin, dépouille, capture, captivité, la captivité, captifs, esclavage

αιχμαλωσία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prendere, catturare, cattura, cattività, prigionia, schiavitù, la prigionia

αιχμαλωσία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aprisionar, prender, apanhar, confiscação, cativeiro, captiveiro, o cativeiro, cativo, cativos

αιχμαλωσία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pakken, inbeslagneming, innemen, beetkrijgen, vatten, vastpakken, vangen, beetnemen, gevangenschap, gevangenis, ballingschap, gevangen, de gevangenis

αιχμαλωσία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
захватывать, захваты, пленение, увлечение, подчинить, приз, сохранить, завоевание, добыча, упоение, напасть, восторг, охватить, сберечь, захват, овладение, плен, плена, плену, переселенные

αιχμαλωσία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
erobre, beslagleggelse, gripe, fange, fangenskap, fangenskapet, fanger

αιχμαλωσία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gripande, erövra, attack, anfall, fångenskap, fångenskapen, fångna

αιχμαλωσία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
syödä, kaappaus, vallata, valloittaa, pyydystää, sieppaus, takavarikko, vankeus, vankeudessa, vankeuteen, vankeudesta, vankeuden

αιχμαλωσία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fange, fangenskab, fangenskab med, Fangenskabet

αιχμαλωσία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
upoutat, úlovek, získat, ovládnout, chytání, uchvátit, dobýt, chycení, zachytit, dobytí, zajmout, ovládnutí, ukořistění, chytit, ukořistit, zajetí, zajaté, Protáhneť

αιχμαλωσία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pojmać, zdobyć, zawładnięcie, chwytanie, opanowywać, łup, uchwycić, przechwycić, zdobycz, zniewalać, zdobycie, wychwycić, kaptaż, przechwytywać, wychwyt, opanowanie, niewola, niewoli, porywacz, niewolą, captivity

αιχμαλωσία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogság, fogságban, fogságból, fogságba, fogságának

αιχμαλωσία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
haciz, esaret, tutsaklık, esareti, tutsaklığı

αιχμαλωσία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підкорити, оволодіти, захоплювати, захопити, полон, полону

αιχμαλωσία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kap, robëri, robërit, në robëri, mërgimtarët, Robëria

αιχμαλωσία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
секвестиране, плен, затворени помещения, пленничество, от плен

αιχμαλωσία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
узяць, палон

αιχμαλωσία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lööma, vangistamine, vangistus, vangistuses, vangi, tehistingimustes, vangistust

αιχμαλωσία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hvatanje, skupljanje, zarobljavanje, hvaliti, ropstvo, zarobljeništvo, zatočeništvo, zatočeništva, zatočeništvo je

αιχμαλωσία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
handtaka, högum, herleiðingunni

αιχμαλωσία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nelaisvė, ištremtuosius, nelaisvės, nelaisvę, belaisvius

αιχμαλωσία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gūsts, nebrīvē, nebrīve, nebrīvi

αιχμαλωσία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заробеништво, ропство, заробеноста, ропството, заробеништвото

αιχμαλωσία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
captivitate, robie, captivitatea, captivității

αιχμαλωσία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ujetništvo, Zarobljeništvo, ujetništvu, ujetost, ujetništva

αιχμαλωσία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dobytie, dobytí, zajatia, zajatí, vtáctva, vtáctvo
Τυχαίες λέξεις