Dokázat στα ελληνικά
Μετάφραση: dokázat, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δείχνω, διαδηλώνω, εφευρίσκω, αποδεικνύω, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dokumentarce στα ελληνικά - ντοκιμαντέρ, ντοκυμαντέρ, τα ντοκιμαντέρ, των ντοκιμαντέρ
- dokumentární στα ελληνικά - ντοκιμαντέρ, ντοκυμαντέρ, Ντοκιμαντέρ, τεκμηρίωσης, Έγγραφα, έγγραφες
- dol στα ελληνικά - κάτω, πούπουλο, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορίζονται, καθορισμό
- dolar στα ελληνικά - δολάριο, Dollar, δολαρίου, δολάρια, δολαρίων
Τυχαίες λέξεις
Dokázat στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δείχνω, διαδηλώνω, εφευρίσκω, αποδεικνύω, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
Μεταφράσεις: δείχνω, διαδηλώνω, εφευρίσκω, αποδεικνύω, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει