Dovést στα ελληνικά

Μετάφραση: dovést, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταφέρνω, παίρνω, διευθύνω, αντεπεξέρχομαι, μεταφέρω, μεταφέρει, μεταφέρουν, μεταδώσει, να μεταφέρει
Dovést στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dovršit στα ελληνικά - κορώνα, στέμμα, κορόνα, θήκη, επιτυγχάνεται, επιτευχθεί, πραγματοποιείται, ...
  • dovtip στα ελληνικά - ευφυΐα, εφευρετικότητα, αστείο, ανέκδοτο, αστείου, αστεία, το αστείο
  • dozírat στα ελληνικά - επιβλέπω, εποπτεύω, δοσολογία, δόσης, δοσολογίας, δοσολόγηση, δοσολόγησης
  • drag στα ελληνικά - ακριβός, αγαπητός, ακριβό, ακριβά, δαπανηρή, ακριβό σχετικά
Τυχαίες λέξεις
Dovést στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταφέρνω, παίρνω, διευθύνω, αντεπεξέρχομαι, μεταφέρω, μεταφέρει, μεταφέρουν, μεταδώσει, να μεταφέρει