Λέξη: αλύγιστος
Σχετικές λέξεις: αλύγιστος
ο αλύγιστος
Συνώνυμα: αλύγιστος
δύσκαμπτος, σκληρός, άκαμπτος, ανίκητος
Μεταφράσεις: αλύγιστος
αλύγιστος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stiff, unbowed, inflexible, unyielding
αλύγιστος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tieso, rígido, erguida, enderezada, enderezado, erguido, enderezada que
αλύγιστος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leiche, leichnam, eingerostet, starr, ungebeugt, ungebrochen, unbowed, ungebrochenen, ungebrochene
αλύγιστος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sévère, gros, dur, intense, empesé, rude, difficile, vigoureux, désagréable, constant, formaliste, coriace, ferme, gourd, cadavre, costaud, invaincu, unbowed, dédaigné, insoumise, invaincus
αλύγιστος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
erto, rigido, unbowed, indomito, non si china, si china, china
αλύγιστος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
hirto, pegajoso, morto, rígido, defunto, duro, cadáver, teso, não abatido ou rebaixado, unbowed, inflexível, erecta
αλύγιστος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lijk, stug, star, plechtig, strak, houterig, stram, afgemeten, kadaver, stijf, kreng, ceremonieel, niet gebogen, ongebogen, unbowed, ongebroken
αλύγιστος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
устойчивый, жесткий, негнущийся, закостенелый, вексель, крепкий, окостеневший, задеревенелый, чрезмерный, негибкий, тугой, строгий, одеревенелый, неэластичный, сильный, окоченелый, непокоренный, непобежденный
αλύγιστος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stiv, vrien, unbowed, rakrygget
αλύγιστος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kraftig, styv, fast, stel, stram, oböjd, unbowed
αλύγιστος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaikea, jäykkä, känninen, kankea, kaavamainen, navakka, ruumis, unbowed
αλύγιστος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stiv, unbowed, ubøjelig
αλύγιστος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tvrdý, tuhý, silný, pevný, škrobený, neohebný, přísný, odměřený, naškrobený, nepokořený, neskloněná
αλύγιστος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oficjalny, ciężko, ciężki, twardy, sztywny, silny, sztywniak, nieugięty, niezachwiany
αλύγιστος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kötelezvény, nehéz, nem ívelt
αλύγιστος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eğilmez, ceset, bükülmez, ölü, eğilmemiş, unbowed, boyun eğmemiş
αλύγιστος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
високий, тугий, вексель, надмірний, строгий, нескорений, Непідкорений, невпокорений, нескорена, нескорена постать
αλύγιστος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i papërkulur, papërkulur
αλύγιστος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
непобеден, непривит, непокорен, непреклонна
αλύγιστος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
непакорны, Няскораны, непакароны
αλύγιστος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jäik, kange, unbowed
αλύγιστος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
strm, sputan, tvrd, usiljen, neiskrivljen, nesavijen, nepokoren
αλύγιστος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unbowed
αλύγιστος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lavonas, stiprus, galingas, tvirtas, kietas, unbowed
αλύγιστος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
līķis, stiprs, nekustīgs, spēcīgs, stīvs, unbowed
αλύγιστος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трупот, трпеливи, непобеден, и трпеливи
αλύγιστος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rigid, ferm, tare, cadavru, unbowed
αλύγιστος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
unbowed
αλύγιστος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tvrdý, tuhý, silný, pevný, stuha, meravý, nepokorený