Finální στα ελληνικά
Μετάφραση: finální, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελειώνω, τέλος, τελικός, Το τελικό, Η τελική, ο τελικός, Το τελευταίο, Η τελευταία
Μεταφράσεις
- finančník στα ελληνικά - Χρηματοδότες, Οικονομολόγοι, χρηματοδοτών, χρηματιστές
- finále στα ελληνικά - φινάλε, ΤΕΛΙΚΟ, ΤΕΛΙΚΕΣ, ΤΕΛΙΚΗ, ΤΕΛΙΚΑ, ΤΕΛΙΚΟΣ
- firma στα ελληνικά - υπόθεση, εδραίος, θίασος, δουλειές, επιχείρηση, παρέα, ομήγυρη, ...
- fiskální στα ελληνικά - δημοσιονομικός, Η δημοσιονομική, Δημοσιονομική, Φορολογικά, Φορολογικό
Τυχαίες λέξεις
Finální στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελειώνω, τέλος, τελικός, Το τελικό, Η τελική, ο τελικός, Το τελευταίο, Η τελευταία
Μεταφράσεις: τελειώνω, τέλος, τελικός, Το τελικό, Η τελική, ο τελικός, Το τελευταίο, Η τελευταία