Lomno στα ελληνικά
Μετάφραση: lomno, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελείωσε, πάνω, κάταγμα, κατάγματος, θραύση, καταγμάτων, θραύσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lokální στα ελληνικά - τοπικός, Τοπική, Τοπικές, Τοπικά, Τοπικής
- lom στα ελληνικά - διάλειμμα, σπάζω, αντεπίθεση, νταμάρι, διάλλειμα, διάθλαση, διάθλασης, ...
- lonec στα ελληνικά - κατσαρόλα, δοχείο, ποτ, pot, δοχείου
- lopata στα ελληνικά - φτυάρι, Shovel, Φτυαρίστε, φτυαριού
Τυχαίες λέξεις
Lomno στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελείωσε, πάνω, κάταγμα, κατάγματος, θραύση, καταγμάτων, θραύσης
Μεταφράσεις: τελείωσε, πάνω, κάταγμα, κατάγματος, θραύση, καταγμάτων, θραύσης