Použít στα ελληνικά

Μετάφραση: použít, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρησιμοποιώ, βάζω, αιτούμαι, εφαρμόζω, χρήση, Použití
Použít στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • poučevati στα ελληνικά - για να διδάξουν, να διδάξουν, για να διδάξει, να διδάξει, να διδάσκουν
  • poučit στα ελληνικά - διαφωτίζω, διδάσκω, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει
  • povabilo στα ελληνικά - πρόσκληση, πρόσκλησης, δημοπρασία, προκήρυξη, δημοπρασίας
  • povabiti στα ελληνικά - προσκαλώ, καλώ, καλέσει, προσκαλούμε, προσκαλούν
Τυχαίες λέξεις
Použít στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρησιμοποιώ, βάζω, αιτούμαι, εφαρμόζω, χρήση, Použití