Zapustit στα ελληνικά
Μετάφραση: zapustit, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενσωματώνω, περιζώνω, μπήγω, εγκαταλείψουμε, εγκαταλείψουν, εγκαταλείψει, να εγκαταλείψει, εγκαταλείπουν
Μεταφράσεις
- zaposliti στα ελληνικά - νεοσύλλεκτος, πρόσληψη, προσλάβει, προσλαμβάνουν, στρατολογούν
- zapreti στα ελληνικά - κοντά, πνιγηρός, κολλητός, αποπνιχτικός, στενή, κλείσιμο, στενούς, ...
- zapírat στα ελληνικά - κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Τυχαίες λέξεις
Zapustit στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενσωματώνω, περιζώνω, μπήγω, εγκαταλείψουμε, εγκαταλείψουν, εγκαταλείψει, να εγκαταλείψει, εγκαταλείπουν
Μεταφράσεις: ενσωματώνω, περιζώνω, μπήγω, εγκαταλείψουμε, εγκαταλείψουν, εγκαταλείψει, να εγκαταλείψει, εγκαταλείπουν