Λέξη: δικαίωμα

Σχετικές λέξεις: δικαίωμα

δικαίωμα στην πόλη, δικαίωμα υψούν, δικαίωμα εκλέγεσθαι, δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, δικαίωμα προαίρεσης, δικαίωμα στη λήθη, δικαίωμα κατάθεσης πρότασης νόμων έχουν, δικαίωμα στην πρόοδο, δικαίωμα επιφανείας, δικαίωμα ψήφου

Συνώνυμα: δικαίωμα

δεξιά, δίκιο, καλό, προνόμιο, παραχώρηση, εκχώρηση, συνταγή, προδιαγραφή, συνταγή γιατρού, οδηγία, εντολή

Μεταφράσεις: δικαίωμα

δικαίωμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
right, right to, right of, entitled, the right

δικαίωμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
derecha, justo, recto, debido, justicia, derecho, correcto, la derecha

δικαίωμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
korrekt, gleich, genau, berechtigung, wiedergutmachen, richtig, korrigieren, rechts, recht, anrecht, gerademachen, Recht, Rechte, direkt

δικαίωμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
proprement, juste, précisément, vrai, régulier, justement, crûment, rectifier, corriger, convenable, droit, correctement, exact, utile, droite, direct, à droite, bon, bonne

δικαίωμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
destra, esatto, diritto, giusto, doveroso, retto, esattamente, destro, dritto, giustamente, a destra

δικαίωμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
certo, afinado, correcto, direita, são, direito, equipamento, destro, justo, corrigir, jus, à direita, a direita

δικαίωμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbeteren, recht, vandehands, bevoegdheid, billijk, rechts, rechter, rechtvaardig, gegrond, corrigeren, waar, juist, precies, goed, correct

δικαίωμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выравниваться, лицевой, выпрямлять, уместный, выправляться, надлежащий, действительность, прямой, здоровый, совсем, выровняться, исправный, немедленно, привилегия, выправлять, нелицеприятность, право, прямо, справа, правый, верно

δικαίωμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rett, riktig, rettighet, høyre, akkurat, riktig måte

δικαίωμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rätt, rättighet, riktig, exakt, rät, direkt, höger, rätten, just, högra

δικαίωμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sovelias, korjata, oikea, oikeutus, sopiva, suora, osuva, oikein, juuri, oikeanpuolinen, oikeus, oikealle, oikealla, oikeaa

δικαίωμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rigtig, ret, korrekt, lige, rette, højre, rigtige, retten

δικαίωμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přímý, přímo, spravedlivě, přesný, právě, pravice, dobře, pravý, přesně, nárok, rovný, správně, pravda, zdravý, právo, oprávnění, doprava, vpravo

δικαίωμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trafny, stosowny, słuszny, właściwy, słuszność, zaraz, prawidłowy, prawica, racja, wprost, dokładnie, słusznie, dobrze, odpowiedni, prawicowy, uprawnienie, prawo, prawy, bezpośrednio, w prawo

δικαίωμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jog, jobb, jogosság, helyes, juss, igazságosság, jogot, jobbra, megfelelő

δικαίωμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hukuk, hak, uygun, tam, pek, doğru, sağ, sağa

δικαίωμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оснащення, снасті, оснастка, право, права

δικαίωμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
djathtas, korrekt, drejtë, mbarë, e drejtë, të drejtë, e drejta

δικαίωμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
коригирам, правилен, плавай, верен, надясно, право, десен, прав, точно

δικαίωμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
добра, права

δικαίωμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
otse, sirgestama, õigus, õige, paremale, paremal, parem

δικαίωμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dobar, desno, točno, pravednost, pravo, upravo, u pravu, odmah

δικαίωμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rétt, hægri, réttur, til hægri, satt

δικαίωμα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
dexter, rectus, iustus

δικαίωμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teisė, teisingas, tikslus, tinkamas, dešiniuoju, tiesiai, į dešinę, teisus

δικαίωμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
labot, tiesības, tieši, pareizs, korekts, labais, taisnība, pa labi, pareizi

δικαίωμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
правото, право, во право, десно, десната

δικαίωμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dreapta, drept, corect, corecta, chiar, dreptate

δικαίωμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
právo, napravo, pravica, prav, desno, pravico, prava

δικαίωμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
doprava, pravý, právo, náležitý, vpravo, napravo, správny, preprava, dopravy, dopravu

Στατιστικά δημοτικότητας: δικαίωμα

Τυχαίες λέξεις