Ömklig στα ελληνικά
Μετάφραση: ömklig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος, ελεεινός, χάλια, οικτρός, συμπονετικός, θλιβερή, αξιοθρήνητη, αξιολύπητη, αξιοθρήνητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ömhet στα ελληνικά - πόνος, άλγος, τρυφερότητα, Στοργή, Τρυφερότητά, τη Στοργή, Tenderness
- ömka στα ελληνικά - οίκτος, κρίμα, συμπάσχω, συμπάσχουν, συμμεριζόμαστε, συμπονώ, commiserate
- ömsesidig στα ελληνικά - αμοιβαίος, Αμοιβαία, Η αμοιβαία, αμοιβαία δικαστική, την αμοιβαία, την αμοιβαία δικαστική
- ömtålig στα ελληνικά - εύθραυστος, λεπτός, φίνος, αδύναμος, μαλθακός, εύθραυστο, εύθραυστη, ...
Τυχαίες λέξεις
Ömklig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος, ελεεινός, χάλια, οικτρός, συμπονετικός, θλιβερή, αξιοθρήνητη, αξιολύπητη, αξιοθρήνητα
Μεταφράσεις: άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος, ελεεινός, χάλια, οικτρός, συμπονετικός, θλιβερή, αξιοθρήνητη, αξιολύπητη, αξιοθρήνητα