Λέξη: παλούκι

Σχετικές λέξεις: παλούκι

παλούκι camping, κτήμα παλούκι, παλούκι αμαλιάδα, παλούκι λουκ, παλούκι αμαλιάδας, παλούκι ηλείας

Συνώνυμα: παλούκι

πάσσαλος, ξύλινο καρφίο, χλοοτάπητας, χώμα μετά ρίζων, βώλος, σωρός, στοίβα, στοιβάδα, πυρά, οικοδομή, κοντάρι, στοίχημα, απεργοφύλαξ, φρουρά, προφυλακή

Μεταφράσεις: παλούκι

παλούκι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
picket, pole, stake, sod, peg, pile

παλούκι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
polo, poste, palo, polo de, la pole

παλούκι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pfahl, stange, pol, stab, pfosten, mast, wache, streikposten, latte, Pol, Stange, polig, polige, pole

παλούκι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pilier, gaule, mât, barre, bâton, sentinelle, pieu, polonais, perche, piquet, colonne, pôle, poteau, pole, pôles, polaire

παλούκι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
asta, polo, palo, poli, pole

παλούκι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
venenoso, pólo, vara, poste, polaco, mourão, estaca, pólo de, polo

παλούκι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deurpost, kuil, pool, post, schildwacht, staak, paal, stok, pole, polige

παλούκι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
столп, орясина, шест, часовой, пикетчик, дышло, пикет, полька, лях, поляк, жердь, багор, полюс, кол, пикетировать, стойка, полюса, полюсов, полюсный, полюсом

παλούκι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
staur, stang, påle, pol, polet, pole, stangen

παλούκι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stång, pol, polig, polen, pole, stolpe

παλούκι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
varras, sauvoa, tolppa, aisa, kanki, pieli, salko, riuku, seiväs, paalu, sauva, puolalainen, vartija, pylväs, napa, napainen, pole, nap, napaiset

παλούκι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
polet, pole, pol, stang, pæl

παλούκι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kůl, hlídka, klacek, bidlo, tyč, žerď, stožár, sloup, kolík, pól, pole, pólový, pólové

παλούκι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
palik, tyczka, drąg, pikieta, dyszel, kołek, pikietować, pal, żerdź, oddział, słup, szpica, biegun, maszt, biegunowy, bieguna

παλούκι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sarkpont, elektródpólus, nyél, horgászbot, borbélycégér, pólus, origó, különítmény, cövek, sark, bot, elektród, árboc, pólusú, horgászbotos, rúd, pólusa

παλούκι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kazık, direk, kutup, kutuplu, pole, kutbu

παλούκι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пікетник, прив'язувати, пікет, полюс

παλούκι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pol, shtyllë, poli, polak, shkop

παλούκι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шест, полюс, поле, стълб, прът, полюсен

παλούκι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слуп, полюс, канцавоссе

παλούκι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
post, luurerühm, poolus, mast, vai, pole, Parim stardikoht, sed, stardikoht

παλούκι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kolac, pol, poljak, mjera, predstraža, razmjestiti, motka, stražar, čaklja, stup, pole, polni

παλούκι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heimskaut, staur, stöng, póla, stöngin, Pole

παλούκι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
polus, asser

παλούκι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sargybinis, sargyba, polius, polių, lenkas, kartimis, ašigalis

παλούκι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sardze, sargs, stabs, kārts, pole, polu, pols

παλούκι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пол, скок, скок со, столб

παλούκι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ţăruş, par, santinelă, pol, poli, stâlp, pole, pol de

παλούκι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
demonstranti, ul, polák, kolík, pól, pole, pol, palico, polni, ribiško palico

παλούκι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tyčka, pole, kolík, tyč, pól
Τυχαίες λέξεις