Ömsesidig στα ελληνικά
Μετάφραση: ömsesidig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμοιβαίος, Αμοιβαία, Η αμοιβαία, αμοιβαία δικαστική, την αμοιβαία, την αμοιβαία δικαστική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ömka στα ελληνικά - οίκτος, κρίμα, συμπάσχω, συμπάσχουν, συμμεριζόμαστε, συμπονώ, commiserate
- ömklig στα ελληνικά - άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος, ελεεινός, χάλια, οικτρός, συμπονετικός, ...
- ömtålig στα ελληνικά - εύθραυστος, λεπτός, φίνος, αδύναμος, μαλθακός, εύθραυστο, εύθραυστη, ...
- önska στα ελληνικά - μακάρι, εύχομαι, καημός, έλλειψη, επιθυμία, ευχή, ανάγκη, ...
Τυχαίες λέξεις
Ömsesidig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμοιβαίος, Αμοιβαία, Η αμοιβαία, αμοιβαία δικαστική, την αμοιβαία, την αμοιβαία δικαστική
Μεταφράσεις: αμοιβαίος, Αμοιβαία, Η αμοιβαία, αμοιβαία δικαστική, την αμοιβαία, την αμοιβαία δικαστική