Början στα ελληνικά
Μετάφραση: början, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχίζω, έναρξη, ξεκίνημα, πρώτος, ξεκινώ, αρχή, προέλευση, αρχίζει, ξεκινούν, αρχίζουν, που ξεκινούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bördig στα ελληνικά - γόνιμος, εύφορος, εύφορη, γόνιμο, εύφορο
- börja στα ελληνικά - αρχίζω, ξεκίνημα, ξεκινώ, αρχή, εκκίνηση, έναρξη, έναρξης
- börs στα ελληνικά - πορτοφόλι, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ισοτιμία, συναλλάγματος
- bössa στα ελληνικά - πιστόλι, όπλο, καραμπίνα, τουφέκι, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Τυχαίες λέξεις
Början στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχίζω, έναρξη, ξεκίνημα, πρώτος, ξεκινώ, αρχή, προέλευση, αρχίζει, ξεκινούν, αρχίζουν, που ξεκινούν
Μεταφράσεις: αρχίζω, έναρξη, ξεκίνημα, πρώτος, ξεκινώ, αρχή, προέλευση, αρχίζει, ξεκινούν, αρχίζουν, που ξεκινούν