Λέξη: πληρωτέος
Συνώνυμα: πληρωτέος
εξοφλητέος
Μεταφράσεις: πληρωτέος
πληρωτέος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
payable, refundable
πληρωτέος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pagadero, pagar, a pagar, por pagar, pagaderos
πληρωτέος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zahlbar, fällig, entrichten, zahlen, zu entrichten
πληρωτέος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rentable, remboursable, lucratif, payable, avantageux, payables, payer, à payer, exigible
πληρωτέος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pagabile, pagare, da pagare, pagabili, dovuta
πληρωτέος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
a pagar, pagável, pagar, pago, devido
πληρωτέος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betaalbaar, te betalen, betalen, verschuldigd, betaald
πληρωτέος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
платный, прибыльный, приходный, выгодный, доходный, промышленный, платежеспособный, подоходный, к оплате, оплачивается, оплате, задолженность, выплачивается
πληρωτέος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
betalbar, betales, skatt, skal betales, betal
πληρωτέος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
betalas, skall betalas, som skall betalas, betalas ut, utgår
πληρωτέος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maksettava, maksetaan, maksettavat, maksettavan, maksettavaksi
πληρωτέος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
betales, skal betales, udbetales, der skal betales, skulle betales
πληρωτέος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rentabilní, splatný, výnosný, splatné, splatná, platí, platí se
πληρωτέος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
płatny, dochodowy, odpłatny, płatne, płatna, należnych, należne
πληρωτέος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kifizetendő, fizetendő, fizetni, fizetett, megfizetni
πληρωτέος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ödenecek, ödenmesi, ödenebilir, ödenir, borç
πληρωτέος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дохідний, доходний, вигідний, платний, до оплати, до сплати, для оплати
πληρωτέος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
për t'u paguar, i pagueshëm, pagueshme, pagueshëm, e pagueshme
πληρωτέος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
платим, платими, платима, дължима, дължими
πληρωτέος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
да аплаты, на аплату
πληρωτέος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
makstaolev, makstav, makstavate, makstava, makstavad, tasumisele
πληρωτέος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plaća, plativ, plativo, rentabilno, plative, plaća se, plaćaju
πληρωτέος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
greiðslu, til greiðslu, ber að greiða, greiðast, greiða ber
πληρωτέος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mokėtinas, mokėtinos, mokama, mokamas, mokėtina
πληρωτέος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maksājams, maksājama, maksājami, maksājamas, maksājamo
πληρωτέος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плаќа, треба да се плати, се плаќа, плати, плаќаат
πληρωτέος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
plătibil, plătit, de plătit, plătește, plătibile
πληρωτέος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plačajo, plačljive, treba plačati, plačujejo, plačuje
πληρωτέος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výnosný, splatný, splatné, splatná, zaplatiť, na splatenie
Τυχαίες λέξεις