Beröm στα ελληνικά
Μετάφραση: beröm, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έπαινος, εκθειάζω, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- berättiga στα ελληνικά - τιτλοφορώ, το δικαίωμα, δικαίωμα, εξουσιοδοτούν, δίνει το δικαίωμα, παρέχουν το δικαίωμα
- berättigande στα ελληνικά - être, ύπαρξης, υπάρξεως, ύπαρξής
- berömd στα ελληνικά - επιφανής, ξακουστός, αξιοσημείωτος, πολύκροτος, φημισμένος, γνωστός, διάσημος, ...
- berömma στα ελληνικά - εκθειάζω, έπαινος, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου
Τυχαίες λέξεις
Beröm στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έπαινος, εκθειάζω, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου
Μεταφράσεις: έπαινος, εκθειάζω, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου