Λέξη: αμόνι

Σχετικές λέξεις: αμόνι

αμόνι εργαλείο, αμόνι αγορά, αμόνι βιβλιοπωλείο, αμόνι καρδαμύλη, αμόνι σοφικού, αμόνι και νερό, αμόνι σοφικό κορινθίας, αμόνι κορινθίας, αμόνι σολυγείας, αμόνι κορινθίας χάρτης

Συνώνυμα: αμόνι

ακμών, σιδηρουργείο

Μεταφράσεις: αμόνι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anvil, stithy, the anvil, an anvil
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
yunque, de yunque, del yunque, el yunque, yunque de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ambos, Amboss, Amboß, Ambosses, Anschlag
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enclume, d'enclume, l'enclume, enclume de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incudine, un'incudine, dell'incudine, sull'incudine, l'incudine
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
batente, bigorna, anvil, de bigorna, da bigorna
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanbeeld, aambeeld, Anvil, het aambeeld, van Anvil
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наковальня, наковальни, наковальней, наковальню, опора
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ambolt, ambolten, Anvil, amboltens, bakke
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
städ, städet, mothållet, mothåll
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alasin, Anvil, alasimen, vasteen, alasinta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ambolt, ambolten, amboltens
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kovadlina, kovadlinka, anvil, kovadliny, kovadlinu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kowadło, kowadełko, kowadła, anvil, kowadełka
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
üllő, üllőt, üllőre, az üllő, ütköző
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
örs, Anvil, The Anvil, bir örs, örsün
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ковадло, наковальня, коваделко, ковадла
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kudhër, Anvil
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наковалня, наковалнята, поемаща част, поемаща, поемащата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кавадла, наковальня
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alasi, alasit, alasiga, anvil, alasi vahel
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nakovanj, nakovnja, nakovnju, na nakovnju, anvil
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Anvil, steðja, steðji
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priekalas, ir priekalą, priekalą, priekalo, anvil
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lakta, laktiņa, Anvil, laktas, laktu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наковалната, наковална
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nicovală, nicovala, anvil, nicovalei, nicovale
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nakovalo, nakovala, anvil, Nakovanj
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nákova, kovadlina, lyžica
Τυχαίες λέξεις