Biblisk στα ελληνικά
Μετάφραση: biblisk, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιβλικός, Βιβλική, Βιβλικών, βιβλικές, βιβλικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bibliotek στα ελληνικά - βιβλιοθήκη, βιβλιοθήκης, της βιβλιοθήκης, βιβλιοθηκών, η βιβλιοθήκη
- bibliotekarie στα ελληνικά - βιβλιοθηκάριος, Βιβλιοθηκονόμος, Librarian, Βιβλιοθηκονόμο, βιβλιοθηκάριο
- bidrag στα ελληνικά - επιδότηση, συμβολή, επιχορήγηση, συνεισφορά, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, ...
- bifall στα ελληνικά - παραδοχή, έγκριση, αναγνώριση, acclaim, επευφημίες
Τυχαίες λέξεις
Biblisk στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιβλικός, Βιβλική, Βιβλικών, βιβλικές, βιβλικό
Μεταφράσεις: βιβλικός, Βιβλική, Βιβλικών, βιβλικές, βιβλικό