Λέξη: αναδρομή
Σχετικές λέξεις: αναδρομή
αναδρομή ετυμολογία, αναδρομή java, αναδρομή στο παρελθόν, αναδρομή και αναδρομικοί αλγόριθμοι, αναδρομή σε προηγούμενη ζωή, αναδρομή αφροδίτη, αναδρομή προγραμματισμός, αναδρομή σε προηγούμενες ζωές, αναδρομή c, αναδρομή δραπετσώνα, ιστορική αναδρομή
Μεταφράσεις: αναδρομή
αναδρομή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flashback, recursion, retrospection, back, review
αναδρομή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recursividad, recursión, la recursividad, la recursión, de recursión
αναδρομή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rückblende, Rekursion, die Rekursion, Rekursionsformel, Rekursionen, recursion
αναδρομή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
souvenir, récursivité, récursion, récurrence, la récursivité, la récursion
αναδρομή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricorsione, la ricorsione, ricorsività, di ricorsione, recursion
αναδρομή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recursão, recursividade, de recursão, a recursão, recorrência
αναδρομή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
recursie, van recursie, recursiviteit, de recursie, recursie te
αναδρομή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
воспоминание, ретроспекция, рекурсия, рекурсии, рекурсию, рекурсией, рекуррентное
αναδρομή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
recursion, rekursjon, rekursjonstype, rekursjonsnivå, rekursjonsgraf
αναδρομή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rekursion, rekursionen, recursion, rekursion med, rekursivt
αναδρομή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rekursio, rekursion, rekursiota, rekursiivisen, recursion
αναδρομή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rekursion, recursion, rekursionen, rekursionstypen, rekursionsniveau
αναδρομή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzpomínka, rekurze, rekurzi, rekurzí, rekurzivní, rekurse
αναδρομή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dygresja, wspomnienie, retrospekcja, rekurencja, rekurencji, rekursji, rekurencyjne, rekursja
αναδρομή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lángvisszacsapás, visszagyújtás, visszapillantás, visszaugrás, átütés, rekurzív, rekurzió, rekurziót, a rekurzió, rekurzióval
αναδρομή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yineleme, özyineleme, recursion, tekrarlama, özyinelemeli
αναδρομή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ретроспекція, спомин, спогади, спогад, рекурсія, рекурсия, рекурсією
αναδρομή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
recursion
αναδρομή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рекурсия, рекурсията, рекурсивно, рекурсия в
αναδρομή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Рэкурсія
αναδρομή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mälestuskild, meenutus, tagasivaade, recursion, rekursiooni-, rekursioone, rekursiooniskeeme, rekurrentselt
αναδρομή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rekurzija, rekurzije
αναδρομή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endurkvæmni
αναδρομή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rekursija, rekursijos, rekursinė, recursion, rekursinio
αναδρομή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rekursijas, rekursija, recursion
αναδρομή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рекурзија, рекурзијата, на рекурзија, на рекурзијата
αναδρομή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
recursivitate, recursie, recursiei, recursia, recursivă
αναδρομή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
retrospektiva, rekurzija, rekurzijo, rekurzije, globine drevesne
αναδρομή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rekurzia, rekurzie
Στατιστικά δημοτικότητας: αναδρομή
Τυχαίες λέξεις