Botemedel στα ελληνικά
Μετάφραση: botemedel, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκαθιστώ, θεραπεύω, επανορθώνω, αλατίζω, παστώνω, καπνίζω, θεραπείες, θεραπειών, θεραπείες του, σκληρύνεται, θεραπεύει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- botanik στα ελληνικά - βοτανικός, Βοτανικό, Βοτανικοί, Βοτανικού, Botanical
- botaniker στα ελληνικά - βοτανολόγοι, βοτανολόγους, βοτανολόγων, οι βοτανολόγοι, βοτανικοί
- botten στα ελληνικά - προσαράσσω, κρεβάτι, γη, έδαφος, πάτος, κάτω μέρος, πυθμένας, ...
- bov στα ελληνικά - baddie
Τυχαίες λέξεις
Botemedel στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκαθιστώ, θεραπεύω, επανορθώνω, αλατίζω, παστώνω, καπνίζω, θεραπείες, θεραπειών, θεραπείες του, σκληρύνεται, θεραπεύει
Μεταφράσεις: αποκαθιστώ, θεραπεύω, επανορθώνω, αλατίζω, παστώνω, καπνίζω, θεραπείες, θεραπειών, θεραπείες του, σκληρύνεται, θεραπεύει