Αλατίζω στα σουηδικά

Μετάφραση: αλατίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bota, kurera, botemedel, majs, corn, säden
Αλατίζω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλατίζω

αλατίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, αλατίζω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • αλαζονικός στα σουηδικά - spotsk, arroganta, arrogant
  • αλαζόνας στα σουηδικά - spotsk, fyllda, stoppade, fylld, fyllt, uppstoppade
  • αλατούχος στα σουηδικά - saltlösning, salin, koksaltlösning, koksalt, salt
  • αλγεινός στα σουηδικά - plågsam, smärtsam, känslig, öm, smärt, smärtsamt, smärtsamma, ...
Τυχαίες λέξεις
Αλατίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: bota, kurera, botemedel, majs, corn, säden