Dalgång στα ελληνικά
Μετάφραση: dalgång, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοιλάδα, χαράδρα, λαγκάδα, Valley, κοιλάδας, κοιλάδα του, πεδιάδα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dal στα ελληνικά - κοιλάδα, Dal, Νταλ
- dala στα ελληνικά - ξεπεσμός, βυθίζομαι, ναυαγώ, κλίνω, βυθίζω, μαρασμός, νεροχύτης, ...
- dallra στα ελληνικά - ανατριχίλα, τρεμουλιάζω, τρέμω, φαρέτρα, φαρέτρα με
- dam στα ελληνικά - κυρία, Γυναίκες, Οι γυναίκες, Γυναικών, των Γυναικών, Γυναικεία
Τυχαίες λέξεις
Dalgång στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοιλάδα, χαράδρα, λαγκάδα, Valley, κοιλάδας, κοιλάδα του, πεδιάδα
Μεταφράσεις: κοιλάδα, χαράδρα, λαγκάδα, Valley, κοιλάδας, κοιλάδα του, πεδιάδα