Λέξη: μπαταρία

Σχετικές λέξεις: μπαταρία

μπαταρία για samsung galaxy s3 mini, μπαταρία αυτοκινήτου, μπαταρία iphone 4, μπαταρία en-el14, μπαταρία samsung galaxy s3, μπαταρία samsung galaxy s4, μπαταρία samsung galaxy s2, μπαταρία laptop, μπαταρία iphone 4s, μπαταρία κουζίνας

Συνώνυμα: μπαταρία

πυροβολαρχία, συστοιχία, ηλεκτρική συστοιχία, συσωρευτής, κτύπημα

Μεταφράσεις: μπαταρία

μπαταρία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
battery, battery pack, battery is, the battery

μπαταρία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
batería, acumulador, pila, la batería, de la batería, de batería

μπαταρία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beschießung, legebatterie, batterie, stromversorgung, akkumulator, Batterie, Akku

μπαταρία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accu, bombardement, pile, batterie, la batterie, piles, batteries

μπαταρία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
batteria, pila, accumulatore, della batteria, batterie, la batteria, batteria di

μπαταρία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bateria, baterias, acumulador, da bateria, pilha, de bateria, bateria de

μπαταρία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
accu, accumulator, batterij, de batterij, batterijen, de accu

μπαταρία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
батарея, батарейка, аккумулятор, дивизион, батареи, аккумулятора, батарей

μπαταρία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
batteri, akkumulator, batteriet, batteriets

μπαταρία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slagverk, batteri, batteriet, batteriets

μπαταρία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
akku, pahoinpitely, paristo, patteri, akun, akkua, pariston

μπαταρία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
batteri, akkumulator, batteriet, batteriets, batterier

μπαταρία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
baterie, baterií, baterii, akumulátor, akumulátoru

μπαταρία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bateria, akumulator, bateryjka, pobicie, tuczarnia, baterii, akumulatora, battery

μπαταρία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
akku, üteg, tojófészek-sorozat, tettlegesség, hizlalóketrec-sorozat, akkumulátor, akkumulátort, elem, az akkumulátor

μπαταρία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
batarya, akü, pil, pilin, pili

μπαταρία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
батарея, батарейка, дивізіон, акумулятор, аккумулятор

μπαταρία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bateri, baterisë, bateria, e baterisë, baterinë

μπαταρία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
акумулатор, батерия, батерията, на батерията, батерии, батериите

μπαταρία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
акумулятар

μπαταρία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seeria, patarei, peksmine, aku, akut, patareid, akuga

μπαταρία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
baterije, baterija, zlostavljanje, bateriju, akumulatora, akumulator

μπαταρία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rafhlaða, rafhlaðan, rafhlöðu, rafhlöðuna, rafhlöðunnar

μπαταρία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
baterija, akumuliatorius, baterijos, akumuliatoriaus, akumuliatorių

μπαταρία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
baterija, akumulators, akumulatoru, akumulatora, baterijas

μπαταρία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
батерија, батеријата, батерии, на батеријата, батериите

μπαταρία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
baterie, acumulator, bateriei, a bateriei, bateria

μπαταρία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
baterija, baterije, baterijo, akumulator, akumulatorja

μπαταρία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
batérie, batéria, baterie, akumulátora, batérií

Στατιστικά δημοτικότητας: μπαταρία

Τυχαίες λέξεις