Λέξη: αξιολογώ

Σχετικές λέξεις: αξιολογώ

αξιολογώ συνώνυμα, αξιολογώ στα αγγλικά, αξιολογώ και οργανώνω πληροφορίες, αξιολογώ translation

Συνώνυμα: αξιολογώ

διατιμώ, εκτιμώ

Μεταφράσεις: αξιολογώ

αξιολογώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
appraise, evaluate, I evaluate

αξιολογώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
valorar, estimar, apreciar, preciar, tasar, evaluar, evaluará, evaluar la, evaluar los

αξιολογώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bewerten, beurteilen, auswerten, zu bewerten, evaluieren

αξιολογώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
estimer, coter, apprécier, priser, évaluer, chiffrer, d'évaluer, évaluer les, évaluation, l'évaluation

αξιολογώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
valutare, stimare, valutazione, valuta, di valutare, valutare le

αξιολογώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apreçar, orçar, avaliar, taxar, apreciar, ajuizar, avaliação, avaliar a, avaliar o, avaliará

αξιολογώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schatten, waarderen, taxeren, begroten, evalueren, te evalueren, beoordelen, evaluatie

αξιολογώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оценивать, расценивать, оценить, расценить, оценки, оценку, оценка

αξιολογώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vurdere, evaluere, vurderer, evaluerer, å vurdere

αξιολογώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppskatta, värdera, bedöma, utvärdera, utvärdering, utvärderar

αξιολογώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harkita, tutkiskella, arvioida, arvioimaan, arvioi, arvioitava, arvioimiseksi

αξιολογώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vurdere, evaluere, vurderer, evaluering, evaluerer

αξιολογώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cenit, zhodnotit, hodnotit, ocenit, odhadnout, ohodnotit, posoudit, vyhodnotit

αξιολογώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ocenić, szacować, oceniać, cenić, wyceniać, oszacować, oceny, ocena

αξιολογώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
értékelje, értékelni, értékeljék, értékeli, értékelése

αξιολογώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
değerlendirmek, değerlendirilmesi, değerlendirme, değerlendirir, değerlendirmektir

αξιολογώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оцініть, оцінити, оцінювати, розцінювати, оцінюватиме, оцінюватимуть

αξιολογώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vlerësoj, vlerësuar, të vlerësuar, vlerësojë, vlerësojnë

αξιολογώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оценка, оцени, оценят, оценяват, оценява

αξιολογώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ацэньваць

αξιολογώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hindama, hinnata, hindamiseks, hindab

αξιολογώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ocijeniti, procijeniti, procjenu, vrednovati, ocjenjivati

αξιολογώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
meta, að meta, mat, leggja mat, metið

αξιολογώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įvertinti, vertinti, įvertina, vertina, įvertinti Greitai.Lt sistemos

αξιολογώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
novērtēt, novērtētu, izvērtēt, novērtē, izvērtē

αξιολογώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оцени, се оцени, оценка на, оценка, оценува

αξιολογώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
evalua, evalueze, evaluarea, a evalua, evaluează

αξιολογώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ocenit, oceniti, ovrednotiti, oceni, ovrednoti, ovrednotenje

αξιολογώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
posúdiť, preskúmať, zhodnotiť, vyhodnotiť, posúdenie
Τυχαίες λέξεις