Gevärspipa στα ελληνικά

Μετάφραση: gevärspipa, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαρέλι, όπλο, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστόλι, πιστολιού
Gevärspipa στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • getto στα ελληνικά - γκέττο, γκέτο, Ghetto, γκέτο της, του Γκέτο
  • gevär στα ελληνικά - πιστόλι, όπλο, καραμπίνα, τουφέκι, Rifle, τουφεκιών, το τουφέκι
  • gift στα ελληνικά - παντρεμένος, παντρεμένη, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι
  • giftig στα ελληνικά - φαρμακερός, δηλητηριώδης, τοξικός, τοξικές, τοξικά, τοξικών, τοξικό
Τυχαίες λέξεις
Gevärspipa στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαρέλι, όπλο, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστόλι, πιστολιού