Inkomst στα ελληνικά
Μετάφραση: inkomst, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολαβή, εισόδημα, έσοδα, εισοδήματος, Τα έσοδα, Αποτελεσμάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ingång στα ελληνικά - λήμμα, καταχώρηση, προσπέλαση, πρόσβαση, είσοδος, είσοδο, Η είσοδος, ...
- inhemsk στα ελληνικά - γηγενής, ιθαγενής, οικιακός, κατοικίδιος, ντόπιος, εγχώριων, εγχώριες, ...
- inköp στα ελληνικά - αγορά, αγοράζω, αγορών, αγοραστική, προμηθειών, προμήθειας
- inköpare στα ελληνικά - αγοραστής, αγοραστές, Οι αγοραστές, Ο αγοραστής, των αγοραστών
Τυχαίες λέξεις
Inkomst στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολαβή, εισόδημα, έσοδα, εισοδήματος, Τα έσοδα, Αποτελεσμάτων
Μεταφράσεις: απολαβή, εισόδημα, έσοδα, εισοδήματος, Τα έσοδα, Αποτελεσμάτων