Mutter στα ελληνικά

Μετάφραση: mutter, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παξιμάδι, καρύδι, περικόχλιο, περικοχλίου, παξιμαδιού
Mutter στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mustig στα ελληνικά - χυμώδης, ζουμερός, πλούσιος, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, πλούσια σε
  • muta στα ελληνικά - λουφές, δωροδοκία, δωροδοκίας, δωροδοκήσει, μίζα, δωροδοκούν
  • muttra στα ελληνικά - μουρμουρίζω, γκρίνια, γκρίνιας, ενοχλήματα, νοοτροπίες μεμψιμοιρίας, γκρινιάζοντας
  • mygga στα ελληνικά - μουσίτσα, κουνούπι, κουνουπιών, κουνούπια, κουνουπιού, των κουνουπιών
Τυχαίες λέξεις
Mutter στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παξιμάδι, καρύδι, περικόχλιο, περικοχλίου, παξιμαδιού