Omväxling στα ελληνικά
Μετάφραση: omväxling, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εναλλαγή, παραλλαγή, τροποποίηση, παραλλάζω, μετατροπή, αλλάζω, μεταβολή, ποικιλία, ποικιλίας, διάφορες, διάφορα, ποικίλες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- omvälvning στα ελληνικά - αναστάτωση, αναταραχή, αναταραχής, αναστάτωσης, ανακατατάξεων
- omväxla στα ελληνικά - εναλλάσσω, ΕΝΑΛΛΑΣΣΟΜΕΝΩΝ, ΕΝΑΛΛΑΣΣΟΜΕΝΗΣ, εναλλασσόμενο
- omänsklig στα ελληνικά - απάνθρωπος, απάνθρωπης, της απάνθρωπης, απάνθρωπων, απάνθρωπη
- omåttlig στα ελληνικά - υπερβολικός, κραιπάλη, binge, ευκαιριακή άμετρη, ευκαιριακής άμετρης, φαγητού
Τυχαίες λέξεις
Omväxling στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εναλλαγή, παραλλαγή, τροποποίηση, παραλλάζω, μετατροπή, αλλάζω, μεταβολή, ποικιλία, ποικιλίας, διάφορες, διάφορα, ποικίλες
Μεταφράσεις: εναλλαγή, παραλλαγή, τροποποίηση, παραλλάζω, μετατροπή, αλλάζω, μεταβολή, ποικιλία, ποικιλίας, διάφορες, διάφορα, ποικίλες