Part στα ελληνικά

Μετάφραση: part, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωρίζω, μερίδιο, κόμμα, Κόμματος, συμβαλλόμενο μέρος, πάρτι, ομάδα
Part στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • parkera στα ελληνικά - πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης
  • parlament στα ελληνικά - κοινοβούλιο, βουλή, κοινοβούλια, κοινοβουλίων, τα κοινοβούλια, του Κοινοβουλίου, κοινοβούλια των
  • parti στα ελληνικά - δέμα, συμβαλλόμενος, παρέα, μερίδα, τμήμα, τμήματος, μέρος, ...
  • particip στα ελληνικά - μετοχή, μετοχής, μετοχή γραμματικής
Τυχαίες λέξεις
Part στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωρίζω, μερίδιο, κόμμα, Κόμματος, συμβαλλόμενο μέρος, πάρτι, ομάδα