Producera στα ελληνικά
Μετάφραση: producera, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, παραγωγή, που παράγουν, παράγουν, την παραγωγή, παράγει
Μεταφράσεις
- process στα ελληνικά - κοστούμι, προξενώ, εξυπηρετώ, δοκιμασία, αρμόζω, δίκη, σκοπός, ...
- producent στα ελληνικά - παραγωγός, παραγωγών, τον παραγωγό, Παραγωγού, παραγωγών που
- produkt στα ελληνικά - προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, του προϊόντος, το προϊόν
- produktion στα ελληνικά - παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή
Τυχαίες λέξεις
Producera στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, παραγωγή, που παράγουν, παράγουν, την παραγωγή, παράγει
Μεταφράσεις: κάνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, παραγωγή, που παράγουν, παράγουν, την παραγωγή, παράγει