Λέξη: αναστέλλω

Σχετικές λέξεις: αναστέλλω

αναστέλλω αντωνυμο, αναστέλλω τι σημαινει, αναστέλλω συνώνυμο, αναστέλλω λεξικο, αναστέλλω ορισμός, αναστέλλω ετυμολογια, αναστέλλω στα αγγλικά, αναστέλλω english, αναστέλλω κλιση, αναστέλλω βικιλεξικο

Συνώνυμα: αναστέλλω

διακόπτω, κάνω έκτρωση, προκαλώ έκτρωση εις, τίκτω πρόωρος, ρίχνω, αναχαιτίζω, αναρτώ, ανακόπτω

Μεταφράσεις: αναστέλλω

αναστέλλω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adjourn, suspend, inhibit, abort, pause, I suspend

αναστέλλω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aplazar, suspender, inhibir, inhibir la, inhiben, inhibir el, inhibe

αναστέλλω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
suspendieren, hemmen, inhibieren, zu hemmen, zu inhibieren, Hemmung

αναστέλλω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pendre, discontinuer, suspends, différer, arrêter, ajourner, incertitude, accrocher, atermoyer, suspendons, reporter, terminer, suspendez, couper, raccrocher, surseoir, inhiber, inhiber la, empêcher, inhibent

αναστέλλω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
differire, sospendere, aggiornare, inibire, inibire la, inibisce, inibiscono

αναστέλλω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pendurar, suspeito, suspender, suspeitar, inibir, inibem, inibir a, inibe, inibem a

αναστέλλω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verhinderen, onderdrukken, beletten, remmen, te remmen

αναστέλλω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отсрочить, вешать, привешивать, прекращать, привесить, откладывать, подвешивать, отложить, подвесить, закрывать, прекратить, навесить, свешиваться, пресечь, приостанавливать, расходиться, подавлять, препятствовать, ингибировать, ингибируют, ингибирует

αναστέλλω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hemme, inhibere, hemmer, inhiberer, hindre

αναστέλλω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ajournera, inhiberar, inhibera, hämma, hämmar, förhindra

αναστέλλω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siirtyä, hajaantua, seisauttaa, lykätä, jäädyttää, estää, inhiboivat, inhiboida, estävän, inhiboimaan

αναστέλλω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hæmme, hæmmer, inhibere, inhiberer, at inhibere

αναστέλλω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
suspendovat, přerušit, zavěsit, odročit, odložit, zastavit, ukončit, omezovat, potlačit, inhibují, inhibovat, inhibici

αναστέλλω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odraczać, przerwać, przesuwać, zakańczać, odroczyć, przerywać, zawieszać, przenieść, wstrzymywać, zawiesić, podwieszać, podwiesić, hamować, hamują, hamowania, hamuje, zahamowania

αναστέλλω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gátolják, gátolja, gátolják a, gátolni, gátlására

αναστέλλω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
engellemek, inhibe, inhibe eden, engelleyen, önleyen

αναστέλλω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розходитися, робити, підвішувати, підвісити, відстрочувати, відкладати, призупиняти, припинити, пригнічувати, придушувати, подавляти

αναστέλλω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pengoj, frenoj, pengojnë, të pengojnë, frenojnë

αναστέλλω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инхибира, инхибират, потиска, инхибиране, инхибиране на

αναστέλλω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
душыць, падаўляць, прыгнятаць

αναστέλλω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
riputama, pärssima, inhibeerivad, inhibeerida, pärssida, pärsivad

αναστέλλω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
raspustiti, zaustaviti, zaključiti, objesiti, lebdjeti, prekinuti, obustaviti, spriječiti, inhibiraju, inhibirati, inhibira, inhibiciju

αναστέλλω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hamla, hindra, hamlað, hamlar, tálma

αναστέλλω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
slopinti, slopina, trukdyti, inhibuoti, neleisti

αναστέλλω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kavē, nomākt, kavēt, nomāc, inhibē

αναστέλλω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инхибираат, инхибира, го инхибираат, ја инхибираат, попречат

αναστέλλω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inhiba, inhibă, a inhiba, inhibe, inhibarea

αναστέλλω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odročit, zavirajo, zavira, zavirata, zaviranje, zaviral

αναστέλλω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obmedzovať, obmedziť, obmedzené, znížiť
Τυχαίες λέξεις