Religiös στα ελληνικά
Μετάφραση: religiös, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρησκευτικός, θρήσκος, θρησκευόμενος, θρησκευτικές, θρησκευτικών, θρησκευτική, θρησκευτικής
Μεταφράσεις
- relativ στα ελληνικά - παραθετικός, σχετικός, συγγενής, σχετική, σχέση, σε σχέση
- religion στα ελληνικά - θρησκεία, τη θρησκεία, Η θρησκεία, Θρησκείας, της θρησκείας
- relik στα ελληνικά - υπόλειμμα, λείψανο, Relic, Το Relic, Λειψάνων, Σκηνώματος
- reling στα ελληνικά - κουπαστή, κουπαστής, πλευρικού διαδρόμου καταστρώματος, πλευρικού διαδρόμου, πλευρικός διάδρομος καταστρώματος
Τυχαίες λέξεις
Religiös στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρησκευτικός, θρήσκος, θρησκευόμενος, θρησκευτικές, θρησκευτικών, θρησκευτική, θρησκευτικής
Μεταφράσεις: θρησκευτικός, θρήσκος, θρησκευόμενος, θρησκευτικές, θρησκευτικών, θρησκευτική, θρησκευτικής