Skötsel στα ελληνικά
Μετάφραση: skötsel, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντήρηση, φροντίζω, φροντίδα, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή
Μεταφράσεις
- skörhet στα ελληνικά - θρυπτότητα, ευθρυπτότητα, ευθρυπτότητος, ευθρυπτότητας, ευθριπτότητος
- sköta στα ελληνικά - νοσοκόμα, βάγια, λαβή, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται
- skövla στα ελληνικά - καταστρέφω, ερημώνω, λεηλασία, Η Λεηλασία, λεηλασίες, λεηλασίας, διασπάθισης
- slag στα ελληνικά - εγκεφαλικό, μάχη, αρραβώνες, φυσώ, καταπολεμώ, μάχομαι, χαϊδεύω, ...
Τυχαίες λέξεις
Skötsel στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντήρηση, φροντίζω, φροντίδα, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή
Μεταφράσεις: συντήρηση, φροντίζω, φροντίδα, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή