Ställning στα ελληνικά
Μετάφραση: ställning, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέρος, τόπος, τοποθεσία, κατάσταση, θέση, τοποθετώ, κύρος, όρθιος, θέσης, τη θέση, θέση του, η θέση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ställa στα ελληνικά - καθορισμένος, τόπος, τοποθετώ, μέρος, που, τεθεί, θέσει, ...
- ställe στα ελληνικά - εντοπίζω, τοποθετώ, βούλα, σπυρί, μέρος, τόπος, τοποθεσία, ...
- stämma στα ελληνικά - μελωδία, φωνή, κουρδίζω, εκφράζω, συνάντηση, συνεδριάσεων, συνεδριακές, ...
- stämning στα ελληνικά - έγκλιση, κέφι, διάθεση, ατμόσφαιρα, διάθεσης, της διάθεσης, διάθεσή, ...
Τυχαίες λέξεις
Ställning στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέρος, τόπος, τοποθεσία, κατάσταση, θέση, τοποθετώ, κύρος, όρθιος, θέσης, τη θέση, θέση του, η θέση
Μεταφράσεις: μέρος, τόπος, τοποθεσία, κατάσταση, θέση, τοποθετώ, κύρος, όρθιος, θέσης, τη θέση, θέση του, η θέση