Λέξη: λοφίο
Συνώνυμα: λοφίο
κορυφή, κορυφογραμμή, οικόσημο, λειρί, κορωνίς, πτερό, φτερό
Μεταφράσεις: λοφίο
λοφίο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
plume, crest, aigrette, panache, crested
λοφίο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
penacho, pluma, cresta, cresta de, cresta de la, la cresta, cresta del
λοφίο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abluftfahne, feder, abwasserfahne, Kamm, Wappen vorhanden, Scheitel
λοφίο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plume, aigrette, plumet, panache, crête, sommet, la crête, écusson, crête de
λοφίο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
piuma, penna, cresta, cimiero, stemma, crinale, crest
λοφίο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pena, pluma, crista, Crista da, Crest, o Crista da, da crista
λοφίο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veer, pen, pluim, veder, kuif, top, kruin, kam, CREST
λοφίο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
струйка, охорашиваться, перо, плюмаж, завиток, кичиться, султан, самодовольство, ощипывать, гребень, Crest, гребня, герб, пик
λοφίο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fjær, crest, toppen, kam, kammen, topp
λοφίο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fjäder, crest, krön, krönet, vapen
λοφίο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
höyhen, yliveloittaa, ylihinnoitella, pyntätä, harja, Crest, harjanne, huippukerroin, harjanteen
λοφίο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fjer, våbenskjold, crest, toppen, kam, amplitudeforhold
λοφίο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pero, chochol, chocholka, peří, hřeben, Crest, výkyvu, erb, znak
λοφίο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdobić, pysznić, pióropusz, pióro, grzebień, herb, crest, grzebieniem
λοφίο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tolldísz, hajcsomó, tollbokréta, sisakforgó, sisakbokréta, tollforgó, tollacska, címer, Crest, gerincén, amplitúdótényező, taréj
λοφίο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tüy, sorguç, kret, tepe, krest, crest
λοφίο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
свинцевий, свинець, гребінь, гребінець
λοφίο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jele, kreshtë, xhufkë, arrijë kulmin, krifë
λοφίο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
перо, гребен, CREST, герб, било, крест
λοφίο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
грэбень, гребень, грабянец
λοφίο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hari, Crest, amplituuditeguriga, harjal, lainehari
λοφίο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grb, CREST, vrh, greben, brijeg
λοφίο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Crest
λοφίο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plunksna, gūbrys, kuodas, ketera, viršūnė, ornamentas
λοφίο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spalva, cekuls, Svārstību maksimuma, crest, strāvas svārstību, sekste
λοφίο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сртот, врвот, грива, ловџиите, срт
λοφίο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pană, creastă, creasta, vârf, crest, de creastă
λοφίο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pero, crest, greben, Vršni, grebenska, grb
λοφίο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pero, hrebeň, erb, crest
Τυχαίες λέξεις