Tjänst στα ελληνικά
Μετάφραση: tjänst, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρουσφέτι, θώκος, σέρβις, υπηρεσία, εξυπηρέτηση, γραφείο, εύνοια, ευνοούν, ευνοεί, ευνοήσει, υπέρ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- tjäle στα ελληνικά - κρουσταλλιάζω, καταψύχω, παγώνω, παγωνιά, πάγος, παγετό, παγετού, ...
- tjäna στα ελληνικά - υπηρετώ, κερδίζω, κερδίσουν, κερδίζουν, κερδίσετε, κερδίσει
- tjänsteman στα ελληνικά - επίσημος, αξιωματικός, στέλεχος, υπάλληλος, επίσημες, επίσημη, επίσημων, ...
- tjära στα ελληνικά - πίσσα, κλυδωνίζομαι, ναύτης, κατράμι, πίσσας, σε πίσσα, tar, ...
Τυχαίες λέξεις
Tjänst στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρουσφέτι, θώκος, σέρβις, υπηρεσία, εξυπηρέτηση, γραφείο, εύνοια, ευνοούν, ευνοεί, ευνοήσει, υπέρ
Μεταφράσεις: ρουσφέτι, θώκος, σέρβις, υπηρεσία, εξυπηρέτηση, γραφείο, εύνοια, ευνοούν, ευνοεί, ευνοήσει, υπέρ