Val στα ελληνικά

Μετάφραση: val, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκλογές, εκλεκτός, φάλαινα, αναγόρευση, επιλογή, επιλογής, την επιλογή, ποικιλία, η επιλογή
Val στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • vaktmästare στα ελληνικά - επιστάτης, θυρωρός, επιστάτη, υπηρεσιακή, υπηρεσιακής, φύλακας
  • vakuum στα ελληνικά - κενό, κενώ, υπό κενό, κενό για, vacuo
  • valens στα ελληνικά - σθένος, σθένους, το σθένος
  • valfrihet στα ελληνικά - επιλογή, ελευθερία, ελευθερίας, ελεύθερης, ελεύθερη, την ελευθερία
Τυχαίες λέξεις
Val στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκλογές, εκλεκτός, φάλαινα, αναγόρευση, επιλογή, επιλογής, την επιλογή, ποικιλία, η επιλογή